- αυθαιρετώ
- (ε) αμετ.1) чинить произвол, самоуправствовать; 2) своевольничать, самовольничать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυθαιρετώ — αυθαιρετώ, αυθαιρέτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αυθαιρετώ — ( έω) διαπράττω αυθαιρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθαίρετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
αὐθαιρέτῳ — αὐθαίρετος self chosen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαιρέτωι — αὐθαιρέτῳ , αὐθαίρετος self chosen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατακτώ — και αταχτώ (AM ἀτακτῶ, έω) [άτακτος] κάνω αταξίες, παρεκτρέπομαι αρχ. μσν. 1. κάνω παράβαση 2. στασιάζω μσν. 1. βρίσκομαι σε αταξία 2. αυθαιρετώ αρχ. 1. (για στρατιώτες) εγκαταλείπω την τάξη, δεν τηρώ την πειθαρχία 2. κάνω άστατη και άτακτη ζωή … Dictionary of Greek